μοιρολογάω

μοιρολογάω
μοιρολογάω / μοιρολογώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), μοιρολόγησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοιρολογώ — μοιρολογώ, μοιρολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. μοιρολογάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”